- ίβηρ
- ἴβηρ, ὁ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «ἴβηρχερσαῑόν τι θηρίονἀφ' οὗ καὶ Ἴβηρες»2. ως κύρ. όν. α) Ἴβηρ και Ἴβηροςαρχαία ονομασία τού ποταμού Έβρου τής Ισπανίαςβ) βλ. Ίβηρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἴβηρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰβήροιν — Ἴβηρ masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰβήρων — Ἴβηρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρα — Ἴβηρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρας — Ἴβηρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρε — Ἴβηρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρες — Ἴβηρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρι — Ἴβηρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρος — Ἴβηρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴβηρσι — Ἴβηρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)